- αναμάζωξη
- ησυγκέντρωση πολλών προσώπων: Την Κυριακή στο χωριό έγινε αναμάζωξη και μίλησε ο πρόεδρος για το δρόμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.